Του Δημητρίου Μπαλτατζή Δρ. Φ. και θεολόγου
Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΑΠΟΥ
1. Μαθητής των Αποστόλων
O άγιος Ιγνάτιος όπως μας διασώζει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος που τον εγκωμιάζει, ήταν μαθητής των Αποστόλων. Άλλοι τον αποκαλούν μάλιστα μαθητή του Ευαγγελιστή Ιωάννη μαζί με τον Πολύκαρπο, που έγινε επίσκοπος Σμύρνης το 68 μ.Χ.
Στη μικρή του ηλικία κατά την παράδοση, τον πήρε ο Δεσπότης Χριστός στ άγια χέρια Του, όταν διδάσκοντας το λαό στα Ιεροσόλυμα, έλεγε: «Όποιος δεν ταπεινωθεί όπως το παιδί αυτό, δε θα μπει στη Βασιλεία των Ουρανών και όποιος υποδεχτεί ένα από αυτά τα παιδιά στο όνομα μου, έμενα δέχεται». Λέγοντας αυτά ο θεός και Σωτήρας μας, προέλεγε τη μελλουσα προκοπή του παιδιού, που μαρτύρησε για χάρη Του.
2. Επίσκοπος Αντιοχείας
Όταν έφτασε σε κανονική ηλικία ο Άγιος, χειροτονήθηκε από τους θείους Αποστόλους Ιερέας.
Κοντά τους έμαθε ο αγαθότατος κάθε αρετή που αρμόζει σε ιερείς. Μαζί τους κοπίασε και βασανίστηκε να κηρύττει το Ευαγγέλιο, και αφού άλλος αξιότερος του δεν υπήρχε τον ψήφισαν επίσκοπο Αντιοχείας. Έμεινε στο θρόνο για σαράντα ολόκληρα χρόνια, από το 70 που βασίλευε στη Ρώμη ο Ουεσπιασιανός, μεχρι το 107, όταν αυτοκράτορας ήταν ο Τραϊνός.
«Ας αναλογιστούμε», γράφει ο ιερός Χρυσόστομος, «πόσο δύσκολοι ήταν οι καιροί στους οποίους αναλάμβανε την αρχή και διοίκηση της Εκκλησίας: Κρημνοί και βάραθρα και πόλεμοι και μάχες και κίνδυνοι. Άρχοντες και βασιλείς και δήμοι και πόλεις και έθνη και οικείοι και ξένοι επιβουλεύονταν τη ζωή του. Κι όμως στην έπαλξη αυτή που τον έταζε ο θεός, αναδείχτηκε όχι μόνο σοφός κυβερνήτης, αλλά ανδρείος και ακατάβλητος κήρυκας των χριστιανικών αληθειών».
3. Ή καταδίκη του στην Αντιόχεια
Τον καιρό εκείνο, αφού νίκησε ο αυτοκράτορας της Ρώμης Τραϊνός τους Τατάρους, κήρυξε άγριο πόλεμο εναντίον των χριστιανών. Ήθελε να τους εξαναγκάσει να προσκυνήσουν τους Θεούς του, που νόμιζε ότι τον βοήθησαν και νίκησε. Έστειλε λοιπόν σ’ όλες τις πόλεις γράμματα με τη διαταγή να βασανίζουν όσους χριστιανούς δε θυσιάζουν στα είδωλα και να τους θανατώνουν.
Ο μακάριος Ιγνάτιος ζούσε διαρκώς με την ιδέα του μαρτυρίου. Ο διωγμός των χριστιανών μαινόταν κυριολεκτικά. Ο θειότατος δμως Πατήρ ημών, ζώντας με την εμπειρία του Αγίου Πνεύματος τη μελλουσα βασιλεία και γευόμενος από την επίγεια ζωή την αιώνια μακαριότητα, δε φοβόταν το θάνατο. «Ουχ ήδομαι — έγραφε — τροφή φθοράς, ουδέ ηδοναίς του βίου τούτου, άρτον θέλω του Θεού, άρτον ουράνιον, άρτον ζωής, ο εστίν σαρξ Χριστού. Και πόμα θέλω, το πόμα αυτού, ο εστιν αγάπη άφθαρτος και αένναος ζωή. Πιστεύσατέ μοι ότι τον Ιησούν φιλώ, τον υπέρ εμού παραδοθέντα », περισσότερο και από τη ζωή μου.
Ο Τραϊνός τότε ήταν στην Αντιόχεια, όπου ετοίμαζε πόλεμο εναντίον των Περσών. Κάποιοι του ανάγγειλαν για τον Ιγνάτιο, πώς δίδασκε στους ανθρώπους να προσκυνούν Θεό νεώτερο, σταυρωμενο και κακοθάνατο. Να φυλάττουν την παρθενία και να μη μένουν στις απολαύσεις του βίου και την καλοπέραση. Και το χειρότερο άπ’ όλα να καταφρονούν τους Θεούς.
Ακούγοντας αυτά ο βασιλιάς προστάζει να του τον φέρουν μπροστά του, στο θέατρο. Όταν παρουσιάστηκε ο Άγιος, του λέγει ο Τραϊανός: «Εσύ είσαι ο Ιγνάτιος που καταφρονείς τα προστάγματα μας; Άκουσα ότι διαστρέφεις με τη διδαχή σου την Αντιόχεια. Παρακινείς τους ανθρώπους να σέβονται τον Χριστό και να καταφρονούν, αναιδέστατε;» Του άπαντα ο Άγιος: «Λυπάμαι που δεν κατανοείς ότι δεν είναι Θεοί τ’ άψυχα είδωλα. Ένας είναι ο αληθινός Θεός, ο Ιησούς Χριστός, ο μονογενής Υιός του Θεού και Πατρός, που δημιούργησε όλο τον κόσμο. Θα ήσουν αληθινά ευτυχισμενος αν και συ τον γνώριζες». Του λέγει ο Τραϊανός: «Ας αφήσουμε την πολυλογία και προσκυνά τους Θεούς, να σε κάμω αρχιερέα του μεγάλου Δία. Να σε ονομάσω πατέρα της Βουλής, να σε τιμούν όλοι». Αποκρίνεται ο πνευματοφόρος Ιγνάτιος: «Θαυμαστή η επαγγελία σου και μεγαλόδωρη . Τί ανάγκη έχω αυτής της τιμής; Εγώ είμαι ιερέας του Θεού. Κάθε μερα Του θυσιάζω θυσία αινέσεως και είμαι έτοιμος να θυσιάσω και τον εαυτό μου για την αγάπη Του, όπως Αυτός ο αθάνατος έπαθε εκούσια για μενα. Λοιπόν, και αν με παραδώσεις στα θηρία ή με καρφώσεις με ξίφος ή σε σταυρό, δε θα προσκυνήσω τα είδωλα. Ούτε το θάνατο φοβούμαι, ούτε πράγματα πρόσκαιρα. Αλλά τα μελλοντα που μενουν αιώνια και όλη μου ή διάθεση είναι να πάω προς τον ποθούμενο Χριστό, που σταυρώθηκε για την αγάπη μου».
Αφού άκουσε αυτά ή σύγκλητος που παραβρισκόταν, του είπε περιπαικτικά: «Τι λέγεις; Ομολογείς και συ με μας, πώς ο Θεός σου πέθανε; Και αν αυτός πέθανε με τόσο κακό θάνατο, πώς μπορεί να ωφελήσει τους δούλους του;» Ο Ιγνάτιος όμως γεμάτος ειρήνη τους απάντησε: «Ο Ιησούς Χριστός, ο Θεός μου και Κύριος, πρώτα έγινε άνθρωπος και για τη σωτηρία μας, υπέμεινε θεληματικά σταυρό και θάνατο. Άλλα την τρίτη μέρα αναστήθηκε, καταλύοντας το θάνατο και τη δύναμη του διαβόλου, αναστήνοντας έτσι την ανθρώπινη φύση από το νόμο της φθοράς. Αλλά οι δικοί σας Θεοί, σαν κακούργοι και πονηροί, δεν μπορούν να σας δώσουν κανένα καλό. Αντίθετα πολλά βλαβερά και επιζήμια σας έδωσαν. Επειδή αυτοί δεν είναι Θεοί, αλλά φανταστικά δημιουργήματα ανθρώπων που πέρασαν τη ζωή τους αισχρά και άσχημα και προσωποποίησαν τα πάθη τους στους φανταστικούς τους Θεούς».
Όταν ο Ιγνάτιος τελείωσε το λόγο του, ο βασιλιάς και ή σύγκλητος φοβήθηκαν μην εξελεγχθεί ή πλάνη τους περισσότερο και βεβαιωθεί ο σεβασμός προς τον Χριστό. Γι αυτό, πρόσταξαν να τον φυλακίσουν μέχρι την άλλη εξέταση.
Όλη τη νύχτα ο βασιλιάς διαλογιζόταν τι να κάνει για να λυτρωθεί από τον Ιγνάτιο. Γιατί φοβόταν ότι θα προσέλκυε και άλλους στην πίστη του. Αποφασίζει λοιπόν να τον δώσει να τον φάνε τα θηρία για να φοβηθούν και οι άλλοι. Το πρωί το ανακοίνωσε στη σύγκλητο, που επαίνεσαν τη σκέψη του. Αποφάσισαν όμως να τον στείλουν δεμένο στη Ρώμη και εκεί να τον βάλουν στα θηρία, για δύο λόγους. Ο πρώτος ήταν να μην τον θανατώσουν στην Αντιόχεια από το φόβο της αντίδρασης του λαού, που εκτιμούσε τον Ιγνάτιο, καθώς και ο κίνδυνος να τον δοξάσουν οι φίλοι του έχοντας τα οστά του για αγιασμό. Ο δεύτερος λόγος ήταν για να ταλαιπωρηθεί με την κακοπάθεια και την πεζοπορία. Και έτσι εξαντλημένος να θανατωθεί σε ξένη γη σαν κακούργος. Την ίδια μέρα τον βγάλανε από τη φυλακή.
Δοκίμασε ξανά ο βασιλιάς με υποσχέσεις αγαθών, με δωρεές και χαρίσματα και τέλος με απειλές. Μη μπορώντας να τον μεταπείσει έγραψε την απόφαση του και διάταξε να τον δέσουν και με άλλες αλυσίδες. Μετά τον παράδωσε σ’ ένα στρατιωτικό τμήμα για να τον οδηγήσει στη Ρώμη να τον κατασπαράξουν τα θηρία.
Αφού απαλλάχτηκε ο βασιλιάς από τον Ιγνάτιο έκαμε εκστρατεία εναντίον των Περσών. Αντίθετα ο Άγιος όταν άκουσε την καταδίκη του,
Ευχαριστούσε μεγαλόφωνα το Θεό που τον αξίωσε με αυτόν τον τρόπο να πάει κοντά του. Προσευχήθηκε θερμά στον Κύριο για το λαό και παρακάλεσε για την Εκκλησία. Έπειτα «Θείω έρωτι έπτερωμενος» κατά τον υμνογράφο του, ακολούθησε τους στρατιώτες.
4. Η πορεία προς τη Ρώμη
Ο ευλογημένος Ιγνάτιος ανάλαβε την υποχρεωτική και πολύμηνη πορεία προς τη Ρώμη χωρίς αγανάκτηση και τη συνέχισε με επιτεινόμενο τον πόθο του μαρτυρίου. Η συνοδεία αποτελείτο από τους στρατιώτες, τον Ιγνάτιο και άλλους χριστιανούς που συλλαμβάνονταν στο δρόμο για εκφοβισμό.
Ακολούθησαν στην αρχή το θαλάσσιο δρόμο. Αργότερα, αφού αποβιβάστηκαν στη Μικρασιατική ακτή, συνέχισαν το δρόμο τους πεζοπορώντας. Στη διακλάδωση του δρόμου μετά τη Φιλαδέλφεια, άφησαν αριστερά την Έφεσο, τις Τράλλεις και τη Μαγνησία. Πήραν βόρεια κατεύθυνση και έφθασαν στη Σμύρνη, όπου έγιναν δεκτοί από την εκεί Εκκλησία και τον επίσκοπο της Άγιο Πολύκαρπο. Αλλά και οι χριστιανοί των γειτονικών πόλεων έμαθαν τις κινήσεις του Ιγνάτιου και έστειλαν στη Σμύρνη αντιπροσωπείες:
Με πρωτοπόρο τον επίσκοπο Ονήσιμο οι Εφέσιοι, τον επίσκοπο Δημά οι χριστιανοί της Μαγνησίας, και από τις μάκρυνες Τράλλεις στάλθηκε μόνος ο επίσκοπος Πολύβιος. Μαζεύτηκαν για να τον δουν και να πάρουν την ευχή του. Ο Ιγνάτιος τους ασπάστηκε όλους και τους παράγγειλε να εύχονται να μην εμποδιστεί ο δρόμος της άθλησης του. Αλλά ν’ αξιωθεί να τον φάνε τα θηρία, για να πάει το γρηγορότερο στον ποθούμενο Νυμφίο.
Αυτά τους είπε ο πάνσοφος, για να γνωρίσουν ότι ποθούσε το θάνατο και έτσι να μην πικραίνονται. Τούς έβλεπε ότι ήταν περίλυποι και φοβόταν μήπως στασιάσουν, τον αρπάξουν από τους στρατιώτες και εμποδίσουν την ποθούμενη πεζοπορία του.
Αφού τον άκουσαν, θέλησαν να του παρουσιάσουν τα σοβαρά προβλήματα που απειλούσαν τότε τις Εκκλησίες της Μ. Ασίας. Το φοβερότερο ήταν οι Δοκήτες, αλλά και οι Ιουδαϊζοντες αποτελούσαν μόνιμο κίνδυνο. Τότε ο Ιγνάτιος αφού τους έδωσε τις πρέπουσες προφορικές συμβουλές, για να τους στερεώσει στην ορθή διδασκαλία και τα αποκεκαλυμμένα δόγματα, έγραψε και τους έδωσε και επιστολές γεμάτες δύναμη πνεύματος και σοφία.
5. Διδαχές από τις επιστολές του
α) Πραγματικό το σώμα του Χριστού
Οι Δοκήτες ήταν η αίρεση που διακήρυσσε ότι ο Χριστός δεν είχε πραγματικό σώμα αλλά φαινομενικό, κατά δόκηση (δοκητισμός). Ο πνευματέμφορος όμως Ιγνάτιος σαν αποστολικός Πατέρας, γνώριζε τον κίνδυνο από την πλάνη αυτή. Γι αυτό έγραφε στους χριστιανούς να προσέξουν από τους αιρετικούς. Γιατί ή πνευματική ζωή είναι ορθή όταν πιστεύουμε ορθά στα δόγματα, όπως τα παράδωσε ο Χριστός στους Αποστόλους. Οι πιστοί, έγραφε, είναι «οικοδόμοι Θεού Πατρός αναφερόμενοι εις τα ύψη διά της μηχανής Ιησού Χριστού, ος εστί σταυρός σχοινίω χρώμενος τω Πνεύματι τω Αγίω».
Αφού επισήμανε την ανάγκη διατήρησης ανόθευτης της διδασκαλίας, έστρεψε την προσοχή του στην απόκρουση της αίρεσης των Δοκητών. Στις επιστολές του αναφέρεται στη θεότητα και στην ανθρωπότητα του Χρίστου. Δίνει στην καθεμιά την αξία της, αλλά για να τους προστατεύσει από τους Δοκήτες, τονίζει την πραγματικότητα της σάρκας του Χρίστου: «Εις ιατρός έστι σαρκικός και πνευματικός, γεννητός και αγέννητος, εν σαρκί γενόμενος Θεός, εκ θανάτου ζωή αληθινή και εκ Μαρίας και εκ Θεού, πρώτον ποθητός και του το απαθής Ιησούς Χριστός, ο Κύριος ημών» (Έφεσ. 7,2).
Συνεχίζοντας ο Θείος διδάσκαλος τους γράφει ότι η ελευθέρωση του ανθρώπου που έρχεται με το θάνατο, γίνεται γιατί διαλύεται ο δεσμός του με τον κόσμο αυτό. Όχι γιατί απαλλάσσεται από τη σάρκα. Ή σάρκα μας, τους τονίζει, είναι ιερή γιατί διαποτίζεται από το πνεύμα.
Συνιστά ακόμα ο Ιγνάτιος στους αδελφούς του, να προσέχουν πάντα από τον μόνιμο κίνδυνο των Ιουδαίων. Γιατί οι Ιουδαίοι φοβούμενοι την τρομακτική διάδοση που πήρε ή λατρεία στο θεάνθρωπο που αυτοί σταύρωσαν, διείσδυαν στον τρόπο ζωής των χριστιανών και διάβρωναν ό,τι μπορούσαν. Γι αυτό, γράφει ο ποιμένας ο καλός στο απειλούμενο ποίμνιο του: «Άτοπον έστι Χριστόν Ιησούν λαλείν και Ιουδαϊζειν». Οι χριστιανοί πρέπει να ζουν «κατά Κυριακήν» και όχι να «σαββατίζουν».
β) Ανάγκη για ενότητα
Μπροστά σ’ όλους αυτούς τους κινδύνους, ο Θεοφόρος Πατήρ ημών, τους επισήμανε την ανάγκη για ενότητα. Τούς δίδασκε ο μακάριος ότι ή Εκκλησία, που θεμελίωσε στην γη ο σαρκωθείς Λόγος του Θεού, συνυπάρχει με το Χριστό.
Είναι «έγκεκραμενη αυτώ» (Σμυρν. 8,2) και αποτελεί το σώμα Του. Όπως ένας είναι ο Κύριος, έτσι μία είναι και ή Εκκλησία. Ή Εκκλησία του Θεανθρώπου Ιησού είναι «καθολική» και αυτή ή λέξη (που πρώτος ο Ιγνάτιος χρησιμοποιεί) σημαίνει την ενότητα, την οικουμενικότητα και την πιστότητα στα όσα ακριβώς οι Απόστολοι μάς παρέδωσαν. Οι αιρετικοί είναι «κύνες λαθροδήκται», γιατί νοθεύουν τα δόγματα που μάς αποκάλυψε ο Χριστός, χωρίς τα όποια δεν μπορεί να υπάρξει ενότητα. Γι’ αυτό πάντα διασπούν την Εκκλησία.
Τα τόσα θαυμάσια για την ενότητα, που γοητεύουν κάθε ταπεινή ψυχή, δεν μπορούσαν να διδαχτούν παρά από άνθρωπο που ζει ευφραινόμενος την αγαλλίαση του Αγίου Πνεύματος. Γιατί ενότητα αληθινή, μόνο το Πνεύμα το Άγιο δίνει στους ανθρώπους. Ή διάσπαση, αντίθετα, είναι έργο του πονηρού και κυοφορείται στις υπερήφανες ψυχές, που δεν υπάρχει Πνεύμα Άγιο.
«Ή ενότητα όμως», γράφει ο Ιγνάτιος, «πρέπει να υπάρχει γύρω από τον επίσκοπο. Οι ιερείς πρέπει να συναρμόζονται στον επίσκοπο, όπως οι χορδές στην κιθάρα. Ώστε με την ομόνοια και την αγάπη μεταξύ σας, ο Ιησούς Χριστός άδεται. Έτσι, παίρνοντας με την ενότητα πνεύμα θεού, άδετε (ψάλλετε) με μία φωνή, διά του Ιησού Χρίστου στον Πατέρα και Αυτός θα σας ακούσει» (Έφεσ. 4,2).
Και συνεχίζει ο πρώτος μάρτυρας, για το θεσμό του επισκόπου, τα μελίρρυτα λόγια του γράφοντας: «Όπου αν φανή επίσκοπος, εκεί και το πλήθος έστω, ώσπερ όπου η ο Χριστός, εκεί και η καθολική Εκκλησία» (Σμυρν. 8,2). Τά πάντα πρέπει να γίνονται με την ευλογία του επισκόπου. Γι’ αυτό «ο λάθρα του επισκόπου τι πράσσων τω διαβόλω λατρεύει» (Σμύρν. 9.11).
Το πνεύμα της ενότητας φανερώνεται με τις συχνές συναθροίσεις των πιστών για την τέλεση της προσευχής και των Μυστηρίων. Μ’ αυτά τα θεοδίδακτα μέσα, διοχετεύεται σ’ αυτούς ή θεία χάρη και κυρίως το «φάρμακον της αθανασίας», ή χάρη της θείας Ευχαριστίας. Ή ενότητα ακόμα διατηρείται με το σύνδεσμο των Εκκλησιών, που αποτελούν την καθολική Εκκλησία, μεταξύ τους. Πραγματοποιείται με επισκέψεις, επικοινωνία με αντιπροσώπους και αλληλογραφία.
γ) Πορεία στην πνευματική ζωή
Το θειότατο σκεύος της χάρης, ο καθαρός πια από τα θεομίσητα πάθη Ιγνάτιος, αφού περπάτησε το μυστικό μονοπάτι που οδηγεί στη Θέωση, έμπειρος απ’ τις παγίδες του αντιδίκου δαίμονα, γίνεται σίγουρος οδηγός στην πνευματική ζωή. Ανοίγει το θεόφθογγο πνεύμα του, το «παθόν και μαθόν τα θεία» και αποτυπώνει λόγια βιωμένης θεογνωσίας.
Η πνευματική ζωή υπάρχει στην κοινωνία με το Χριστό. Δεν χορηγείται όμως αυτόματα, όπως πολλοί πλανεμένα πιστεύουν, αλλά αποκτάται μετά από κοπιώδη προσπάθεια. Ο χριστιανός είναι αθλητής στο στάδιο της παρούσας ζωής, με έπαθλο την αιώνια ζωή. Ή απόλαυση των αιωνίων αγαθών γίνεται μερικώς από την επίγεια ζωή. Ή πληρότητα όμως θα’ναι στο μέλλοντα αιώνα.
Και τελειώνει ο όντως Θεοφόρος Άγιος με τη διαγραφή της πορείας του αγωνιζόμενου χριστιανού προς την τελείωση και τον αγιασμό. Πρώτο στοιχείο του αγώνα του ανθρώπου για να γνωρίσει το Δημιουργό του, είναι ή πίστη στο Θεό και τον Ιησού Χριστό. Αλλ’ αυτή αποτελεί μόνο την αρχή. «Αρχή μεν πίστις, τέλος δε αγάπη» (Πολυκ. 5,2). Το δεύτερο στοιχείο είναι αποτέλεσμα της πίστης, και είναι ή ηθική συμμόρφωση στο νόμο του Θεού, ή «ομοήθεια Θεού» (Μαγν. 6,2). Ή απάρνηση του κοσμικού φρονήματος αποτελεί το τρίτο στοιχείο. Στην αρχή της τρίτης αυτής κατάστασης, αρνείται ο αδιάλειπτα αγωνιζόμενος χριστιανός το φρόνημα του κόσμου και στο τέλος ποθεί το Χριστό, για χάρη του Οποίου δε φοβάται ούτε το θάνατο.
6 Ή συνέχεια της διαδρομής
Όταν βρισκόταν στη Σμύρνη ο Ιγνάτιος πληροφορήθηκε ότι χριστιανοί στη Ρώμη έμαθαν την άφιξη του και επεδίωκαν αναθεώρηση της καταδικαστικής απόφασης. Τότε τους έγραψε, ο αθωότατος, να σταματήσουν τις ενέργειες αυτές. Γιατί το μαρτύριο, δεν ήταν για τον Ιγνάτιο καταδίκη, αλλά πόθος για να ενωθεί με το Χριστό. «Καλόν εμοί άποθανείν διά Ιησούν Χριστόν… πιστεύσατέ μοι, ότι τον Ιησούν φιλώ τον υπέρ εμού παραδοθέντα».
Οι δέκα συνοδοί στρατιώτες, που καλούνταν από τον Ιγνάτιο «λεόπαρδοι» (ίσως γιατί άνηκαν σε ομώνυμη λεγεώνα) ήταν σκληροί. Τού επέτρεπαν όμως την απαραίτητη άνεση για την υποδοχή των χριστιανών, που από παντού συνέρρεαν για να πάρουν την ευλογία του.
Μετά το σταθμό στη Σμύρνη, όπου ο αποστολικός Πατέρας ευλόγησε, παρηγόρησε και ενίσχυσε με τις θεόπνευστες επιστολές του τους πιστούς, η συνοδεία συνέχισε τη διαδρομή της προς το βορρά. Με μεγάλη χαρά έμαθαν οι κρατούμενοι στην Τρωάδα, για την κατάπαυση του διωγμού στην Αντιόχεια. Τη χαρά αυτή άφησε να ξεχυθεί ο Ιγνάτιος σ’ επιστολές του που έστειλε στις Εκκλησίες που συνάντησε στο δρόμο του. Ζητούσε από τους παραλήπτες, να στείλουν στην Αντιόχεια σαν δείγμα αγάπης «Θεοδρόμους» για να συγχαρούν την εκεί Εκκλησία.
Αργότερα συνέχισαν την πεζοπορία και αφού πέρασαν από τη Νεάπολη, τους Φιλίππους, τη Μακεδονία, την Ήπειρο, μπήκαν στην Επίδαμνο. Απ’ εκεί επιβιβάστηκαν σε πλοίο και διαπλέοντας το Αδριατικό και το Τυρρηνικό πέλαγος έφθασαν στη Ρώμη.
7. Το μαρτυρικό τέλος του
Οι στρατιώτες τον παρέδωσαν στον έπαρχο της πόλης. Αυτός, όταν διάβασε τη γραπτή απόφαση του βασιλιά διάταξε και τον φυλάκισαν. Εκείνες τις μέρες είχαν μεγάλη πανήγυρη στη Ρώμη. Μαζεύτηκε ο λαός της πόλης όχι μόνο για τη γιορτή αλλά για να δουν και τον Άγιο. Γιατί μαθεύτηκε παντού ότι έφεραν τον αρχιεπίσκοπο της Αντιόχειας για να τον φάνε τα θηρία.
Όταν τον άφησαν οι στρατιώτες μέσα στο θέατρο, ο άγιος Ιγνάτιος στράφηκε προς το πλήθος του λαού και είπε: «Άνδρες Ρωμαίοι και θεατές του αγώνα μου. Να γνωρίζετε ότι δεν έκαμα καμιά κακουργία, αλλά ούτε έφταιξα σε τίποτα για να είμαι άξιος θανάτου. Τον δέχομαι όμως με χαρά και αγαλλίαση για την πίστη στον αληθινό Θεό που λατρεύω. Επειδή είμαι το σιτάρι του, αλέθομαι από τα δόντια των θηρίων για να γίνω άρτος καθαρός και άμωμος».
Αφού είπε αυτά ο άγιος Ιγνάτιος, άφησαν τα λιοντάρια και τον κατασπάραξαν. Έμειναν μόνο τα μεγάλα του οστά, τα όποια όταν διαλύθηκαν τα πλήθη, τα πήραν οι χριστιανοί και τα ενταφίασαν με ευλάβεια στις 20 Δεκεμβρίου. Αργότερα τα μετέφεραν στην Αντιόχεια.
Η μνήμη του γιορτάζεται από την Εκκλησία μας στις 20 Δεκεμβρίου και ή ανακομιδή των λειψάνων του στις 29 Ιανουαρίου.
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου
Το παρόν διαδικτυακό μέσο ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρει περί των επωνύμων ή ανωνύμων σχολίων που φιλοξενεί. Σε περίπτωση που θεωρείτε πως θίγεστε από κάποιο εξ' αυτών, επικοινωνήστε μέσω της φόρμας επικοινωνίας έτσι ώστε να αφαιρεθεί.